- μονομήτωρ
- μονομήτωρ, -όρος, ιων. τ. μουνομήτωρ, δωρ. τ. μονομάτωρ, ο (Α)ορφανός από μητέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο-μήτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονομάτωρ — μονομάτωρ, ορος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μονομήτωρ … Dictionary of Greek
μουνομήτωρ — μουνομήτωρ, ορος, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. μονομήτωρ … Dictionary of Greek
μονομάτορσιν — μονομά̱τορσιν , μονομάτωρ masc dat pl μονομά̱τορσιν , μονομήτωρ bereft of a mother masc/fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)